-
1 υποκρεκω
1) досл. звучать в согласии, перен. сопутствовать, сопровождатьὑ. μανίαισιν Pind. — быть спутником безумия
2) напевать в сопровождении музыкального инструмента(τι τῶν Λυδίων Luc.)
τὸ ἡδὺ καὴ τὸ πρὸς χάριν ὑ. перен. Plut. — напевать сладкие и приятные слова
См. также в других словарях:
Αλυάττης — (617 – 560 π.X.).Βασιλιάς της Λυδίας, πατέρας του Κροίσου. Διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Κιμμερίων, των Μήδων, των Ιώνων κ.ά. Στην εποχή του το κράτος των Λυδίων έφτασε στο απόγειο της ακμής του, ενώ ο ίδιος… … Dictionary of Greek
Λυδός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Λυδίας. Η περιοχή ονομάστηκε έτσι από αυτόν, ενώ ονομαζόταν μέχρι τότε Μαιονία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευε πριν από τη δυναστεία των Ηρακλειδών, ενώ ο Στράβων αναφέρει ότι ο Λ … Dictionary of Greek